- Δωριέα
- Δωριέᾱ , ΔωριεύςDorianmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δωριέας — Δωριέᾱς , Δωριεύς Dorian masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DORIA et DORICA — DORIA, et DORICA nomina partis Achaiae, quae propinqua est Athenis. Plato de Legg. l. 3. Achivi Troiâ redeuntes, suasque domos, urbesque repetentes, a popularibus male excepti mulctatisque fuêre. Ο῾ιτάλιν ἐκπεσόντες κατῆλθον, μεταβαλόντες ὄνομα,… … Hofmann J. Lexicon universale
ICONICUM Simulacrum — apud Suet. Calig. c. 22. Templum etiam Numini suo proprium instituit. In Templo simulacrum stabat aureum iconicum: ex Graeco ἐικονικὸν, quid proprie sit, ex Plin. discimus l. 34. c. 4. Effigies hominum non solebant exprimi, nisi aliquâ illustri… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Καλλιπάτειρα — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα και αδελφή των επίσης Ολυμπιονικών Δαμάγητου, Ακουσίλαου και Δωριέα. Σύμφωνα με την παράδοση η K., εξαιτίας της έντονης επιθυμίας της να παραβρεθεί στον θρίαμβο του γιου της Πεισίροδου,… … Dictionary of Greek
Κλεόμβροτος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. A.’ (; – 371 π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (380 371 π.Χ.). Ήταν γιος του βασιλιά Παυσανία και διάδοχος του αδελφού του, Αγησίπολη. Επιχείρησε τρεις εκστρατείες εναντίον της Θήβας, που έληξαν με τη μάχη των… … Dictionary of Greek
τέκνο — το 1. αυτό που γεννήθηκε, γέννημα, το παιδί. 2. απόγονος: Οι Σπαρτιάτες ήταν τέκνα του Δωριέα. 3. αυτός που κατάγεται από κάποια πόλη ή χώρα: Τέκνο της Μακεδονίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)